Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Η Ιερά Μονή Θεοτόκου Κυπαρισσιωτίσσης και Αγίου Ιεροθέου




 

Στη βορειοανατολική πλευρά των Γερανείων ορέων δεσπόζει η ιστορική μονή της Παναγίας της Κυπαρισσιώτισσας και Άγιου Ιεροθέου Μεγάρων, μονή η οποία είναι κτισμένη πάνω στα ερείπια αρχαιοελληνικής κοινότητας, γεγονός που μαρτυρείται από τα πολλά και διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα της προχριστιανικής καθώς και της πρωτοχριστιανικής εποχής. Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ειδωλολατρικής κοινότητας και ιερού, τα οποία ο ιεροφάντωρ Ιερόθεος, μετέτρεψε σε εκκλησιαστική κοινότητα και σε χριστιανικό ναό, όταν, σε προχωρημένη ηλικία, εγκαταστάθηκε και εφησύχασε στην περιοχή παραμένοντας εκεί μέχρι τη στιγμή που παρέδωσε το πνεύμα του στο Δημιουργό και Κτίστη Θεό.
Ο άγιος Ιερόθεος ήταν πρώτος ή δεύτερος, μετά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, επίσκοπος Αθηνών, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκε λίγα χρόνια πριν την έλευση του Μεσσία Χριστού. Γόνος των Αθηνών, πλατωνικός φιλόσοφος, μέλος του Συμβουλίου των εννέα που αποτελούσαν τη Γερουσία του Αρείου Πάγου. Κατηχήθηκε από τον απόστολο Παύλο, όταν εκείνος επισκέφτηκε την Αθήνα (Πραξ. 17,15-32), παρόλο που το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων δεν αναφέρει κάτι τέτοιο. Το γεγονός ότι ήταν μαθητής του αποστόλου Παύλου μαρτυρείται από τα συγγράμματα του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου (P.G.3,677˙ P.G.3,680) καθώς και από την εκκλησιαστική παράδοση που διασώζεται στην υμνολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας: «Τοῦ Παύλου ἡλίευσαι ταῖς θεηγόροις πλοκαῖς, καὶ ὅλος γεγένησαι, ἱερωμένος Θεῷ» (απολυτίκιο αγίου Ιεροθέου).
Ο άγιος Ιερόθεος ήταν ένας από τους ιεράρχες που παρευρέθηκε στη Γεθσημανή για να ζήσει και να δει από κοντά το γεγονός της Κοιμήσεως και της Μεταστάσεως της Θεοτόκου στους ουρανούς.
Στον τόπο όπου κοιμήθηκε ο άγιος Ιερόθεος, κατά τον 11ο αιώνα την εποχή των Κομνηνών, ανοικοδομήθηκε προς τιμή του περίκομψος βυζαντινός ναός. Αν και σε αυτό το χώρο προσέρχονταν αφιερωμένες ψυχές ζώντας βίο ασκητικό δεν μπορεί να γίνει λόγος για ύπαρξη οργανωμένης μοναστικής αδελφότητας διότι στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής δεν υπήρχε οργανωμένος μοναχισμός σε κοινόβια εκτός από τη Μονή Δαφνίου. Όμως μετά την εξάπλωση του μοναχισμού στην Αττική, λόγω της έλευσης του Οσίου Μελετίου στον Κιθαιρώνα και τη δημιουργία, από τον ίδιο, πολλών κοινοβίων, ο τάφος του Αγίου Ιεροθέου μετεξελίχθηκε σε μοναστήρι με οργανωμένη μοναστική αδελφότητα και αργότερα έλαβε την ονομασία Μονή του Κυπαρίσσου λόγω του θαυμαστού γεγονότος.
Σύμφωνα με την παράδοση, κατά τον 16ο αιώνα το μοναστήρι απειλήθηκε από επιδρομή πειρατών, συνηθισμένο φαινόμενο για την εποχή. Τότε οι εγκαταβιούντες μοναχοί κρατώντας στα χέρια τους την εικόνα της Θεοτόκου, ανέβηκαν στο ψηλότερο από τα κυπαρίσσια που υπήρχαν στον περίβολο της μονής και διέσωσαν τη ζωή τους και το μοναστήρι, χάρη στην επέμβαση της Θεοτόκου, η οποία ενήργησε ώστε να κρατήσει το κυπαρίσσι το βάρος των πατέρων της μονής χωρίς να ακουστεί ο παραμικρός θόρυβος που θα πρόδιδε την παρουσία των πατέρων. Έτσι οι πειρατές, επειδή δεν βρήκαν κανένα μέσα στο μοναστήρι, το θεώρησαν ως εγκαταλελειμμένο και έφυγαν. Τότε οι μοναχοί απέδωσαν στο μοναστήρι την ονομασία Κυπαρισσιώτισσα προς τιμήν της προστάτιδας Θεοτόκου και σε ανάμνηση εκείνου του γεγονότος.
Η μονή του αγίου Ιεροθέου, κατά το 1833, είχε δυστυχώς την τύχη που είχαν άλλα 378 μοναστήρια που υπάγονταν στην εδαφική επικράτεια του τότε νεοσύστατου Βασιλείου της Ελλάδος. Κατόπιν του βασιλικού διατάγματος της 25ης Σεπτεμβρίου/7ης Οκτωβρίου 1833, του βασιλιά Όθωνα, αποφασίστηκε η «νομική» διάλυση της μονής, παρά τις όσες αντιρρήσεις και προσπάθειες διατήρησής της από τους ευσεβείς πιστούς της περιοχής.
Η μονή επανιδρύθηκε κατά το 1930, όπου δέχτηκε τις πρώτες μοναχές Χριστονύμφη και Ιεροθέα που εγκαταστάθηκαν εκεί με σκοπό την ανασύσταση της μονής και στις 25 Ιανουαρίου 1933 εκδόθηκε το σχετικό Βασιλικό Διάταγμα.
Ανακαινιστής της μονής ήταν ο μακαριστός π. Πέτρος Βλοτίλδης, ο οποίος, όντας πρόσφυγας κατέφυγε στην Αθήνα, αφού πρώτα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη Σμύρνη έχοντας τη συγκατάθεση του αοιδίμου αγίου ιεράρχου Σμύρνης Χρυσοστόμου. Η άφιξη του μακαριστού π. Πέτρου στη μονή του αγίου Ιεροθέου Μεγάρων αποτελούσε για την τοπική κοινωνία το βαθύ όραμα και τον κοινό πόθο ώστε να ανασυγκροτηθεί η μονή που είναι αφιερωμένη στον άγιο Ιερόθεο, τον ευαγγελιστή της πόλεως των Μεγάρων.
Την ανασύσταση της μονής και τη συγκρότηση της αδελφότητας ακολούθησε ο πόλεμος του 1940, κατά τον οποίο πολλές από τις μοναχές της μονής του αγίου Ιεροθέου διακονούσαν σε γυναικείες φυλακές, αποτελώντας το «Τάγμα του Αποστόλου Πέτρου» και όσες παρέμεναν εντός της μονής βοηθούσαν με κάθε τρόπο τους Έλληνες στρατιώτες και τους Βρετανούς συμμάχους.

Θεόδωρος Ρόκας
Θεολόγος
Υπ. Μ.Δ.Ε. Ερμηνείας Παλαιάς Διαθήκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου